• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
right person n (most suitable individual)κατάλληλο άτομο, σωστό άτομο επίθ + ουσ ουδ
 The hiring process is going slowly because we want to be sure we hire the right person.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
right-hand person,
right-hand man,
right-hand woman
n
(trusted aide or advisor) (μεταφορικά)το δεξί χέρι φρ ως ουσ ουδ
 Mary was my right-hand woman on this assignment.
 The president's right-hand man ensured that his day would go smoothly.
 Η Μαίρη ήταν το δεξί μου χέρι σε αυτή την εργασία. // Το δεξί χέρι του προέδρου τον διαβεβαίωσε ότι η μέρα του θα κυλήσει ομαλά.
right-handed person n ([sb] whose right hand is dominant)δεξιόχειρας ουσ αρσ
 Right-handed people outnumber left-handed by around eight to one.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση right person στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «right person».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!