• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rigger n (painter's thin brush)μακρύτριχο πινέλο ζωγραφικής περίφρ
 The painter used a rigger to paint the trees.
rigger n ([sb]: rigs ships) (εργάτης)αρμενιστής πλοίου φρ ως ουσ αρσ
 The rigger told the captain that the ship was ready.
rigger n (oil rig worker)εργάτης πετρελαιοπηγής περίφρ
 Patrick's dad is a rigger in Alaska.
rigger n (sailing ship)ιστιοφόρο ουσ ουδ
 Petra's brother owns a rigger.
rigger n ([sb]: packs parachutes)ρίπτης ουσ αρσ
  επισκευαστής ουσ αρσ
 The rigger helped the group with their parachutes.
rigger n ([sb]: assembles aircraft)συναρμολογητής, συναρμολογήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Zelda works as a rigger at Boeing.
rigger n (manipulator, scammer)απατεώνας, απατεώνισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The rigger tried to trick the tourists at the night market.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rigger στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rigger».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!