reservoir

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɛzərvwɑːr/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈrɛzɚˌvwɑr, ˈrɛzə-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(rezər vwär′, -vwôr′, -vôr′, rezə-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reservoir n (lake as water source) (φυσικός ή τεχνητός)ταμιευτήρας ουσ αρσ
  (ανθρώπινο έργο)τεχνητή λίμνη επίθ + ουσ θηλ
 There is a large reservoir that supplies water for the whole town.
 Υπάρχει μια μεγάλη τεχνητή λίμνη από την οποία προμηθεύεται νερό ολόκληρη η πόλη.
reservoir n (water tank)δεξαμενή ουσ θηλ
 The cold water comes from a reservoir in the loft.
 Το κρύο νερό έρχεται από μια δεξαμενή στη σοφίτα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reservoir n figurative (large supply) (μεταφορικά)δεξαμενή, πηγή ουσ θηλ
 The university is a reservoir of knowledge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reservoir' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: reservoir [levels, water, storage], a [depleted, full, large, contaminated, bountiful] reservoir, the [town's, city's] water reservoir, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reservoir στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reservoir».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!