WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| repose n | formal (rest) (επίσημο) | ανάπαυση ουσ θηλ |
| | | ξεκούραση ουσ θηλ |
| | Might I suggest a moment's repose before we resume our task? |
| | Θα μπορούσα να προτείνω μια στιγμή ανάπαυσης (or: ξεκούρασης) πριν συνεχίσουμε τη δουλειά μας; |
| repose⇒ vi | formal (rest) (επίσημο) | αναπαύομαι ρ αμ |
| | | ξεκουράζομαι ρ αμ |
| | We reposed for a moment on the bridge that crosses the brook. |
| | Αναπαυτήκαμε (or: ξεκουραστήκαμε) μια στιγμή στη γέφυρα πάνω από το ρυάκι. |
| repose n | formal (state of calm) | ηρεμία, ησυχία, γαλήνη ουσ θηλ |
| | The earthquake disturbed the repose of the mountain village. |
| | Ο σεισμός κατέστρεψε την ηρεμία (or: γαλήνη) του ορεινού χωριού. |
| repose vi | formal (body: lie) (ευφημ, λόγιος: για νεκρό) | αναπαύομαι, κείμαι, κείτομαι ρ αμ |
| | Her remains will repose in the chapel till tomorrow. |