• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: repaid, repay

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
repaid adj (debt: paid back, settled)αποπληρωμένος επίθ
 Sally filed away the paperwork relating to the repaid loan.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
repay [sth] vtr (pay back: money) (χρήματα)εξοφλώ, ξεπληρώνω, αποπληρώνω ρ μ
 I can't repay the loan until next month.
 Δεν μπορώ να ξεπληρώσω (or: αποπληρώσω) το δάνειο μέχρι τον επόμενο μήνα.
repay [sth] vtr figurative (return: a favour)ανταποδίδω ρ μ
  (μια χάρη σε κάποιον)ξεπληρώνω ρ μ
 I hope I'll have an opportunity to repay the favour.
 Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη χάρη.
repay [sb] vtr (reward: a person)ξεπληρώνω ρ μ
 How can I ever repay you for your kindness?
 Θα μπορέσω άραγε ποτέ να σε ξεπληρώσω για την καλοσύνη σου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'repaid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση repaid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «repaid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!