WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| refund n | (money returned) | επιστροφή χρημάτων φρ ως ουσ θηλ |
| | Henry didn't like the present his mother bought him, so he took it back to the shop for a refund. |
| | Στον Χένρι δεν άρεσε το δώρο που του αγόρασε η μητέρα του κι έτσι το πήγε πίσω στο κατάστημα για να πάρει επιστροφή χρημάτων. |
| refund [sth]⇒ vtr | (return money) | επιστρέφω ρ μ |
| | If you do not refund my money, I'll make a formal complaint. |
| | Εάν δεν μου επιστρέψετε τα χρήματα, θα κάνω επίσημη καταγγελία. |
| refund [sb]⇒ vtr | (return money to) | επιστρέφω χρήματα σε κπ περίφρ |
| | Nancy's new lamp stopped working after a few days, so she complained and the shop refunded her. |
| | Η νέα λάμπα της Νάνσι σταμάτησε να δουλεύει μετά από μερικές μέρες, οπότε έκανε παράπονα και το κατάστημα της επέστρεψε τα χρήματά της. |
| refund [sb] [sth]⇒ vtr | (return a sum to) | επιστρέφω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | The shop refunded the unhappy customer his fifty pounds. |
| | Το κατάστημα επέστρεψε τις 50 λίρες στον δυσαρεστημένο πελάτη. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: