• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relate to [sth] vtr phrasal insep (be connected with)έχω σχέση με κτ περίφρ
  σχετίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 His stories never seem to relate to anything in the real world.
 Οι ιστορίες του δεν σχετίζονται ποτέ με τίποτα από τον πραγματικό κόσμο.
relate to [sth/sb] vtr phrasal insep informal (empathize with)καταλαβαίνω ρ μ
  νιώθω ρ μ
  συμμερίζομαι ρ μ
  (δυσάρεστη κατάσταση: με κπ)συμπάσχω ρ αμ
 I can relate to his situation.
 Συμμερίζομαι την κατάστασή του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
relate well to [sb] v expr (get along with [sb])έχω καλές σχέσεις με κπ έκφρ
  τα πάω καλά με κπ έκφρ
 For a teenager, she relates well to adults.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'relate to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση relate to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «relate to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!