• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relatable adj (that can be sympathized with)προσιτός επίθ
  τον οποίο μπορώ να καταλάβω περίφρ
  τον οποίο μπορώ να συμπονέσω περίφρ
  με τον οποίο μπορώ να νιώσω κοντά περίφρ
 The actress was praised for her relatable portrayal of a harried mother.
relatable to [sth] adj + prep (can be connected to)που σχετίζεται με κτ, που έχει σχέση με κτ περίφρ
  που έχει άμεση συσχέτιση με κτ περίφρ
  που συνδέεται με κτ περίφρ
 The decrease in the number of hospitalisations is relatable to the increase in people being vaccinated.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'relatable' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση relatable στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «relatable».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!