• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: push up, push-up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
push [sth] up,
push up [sth]
vtr + adv
(thrust, press upwards)σπρώχνω κτ προς τα επάνω έκφρ
  πιέζω κτ προς τα πάνω έκφρ
 This bra pushes up your bust.
push [sth] up,
push up [sth]
vtr + adv
figurative (price, bid: force to rise) (μεταφορικά)ανεβάζω ρ μ
 The town's popularity as a tourist destination has pushed up house prices.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
push-up (US),
press-up (UK)
n
usually plural (arm exercise) (συνήθως πληθυντικός)πουσάπ ουσ ουδ ακλ
  κάμψη ουσ θηλ
 The fitness instructor asked the class to do 20 push-ups.
push-up adj (underwear: lifts)για ανόρθωση περίφρ
  (καθομιλουμένη)pushup επίθ άκλ
 My butt looks great in these push-up briefs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
push up | push-up
ΑγγλικάΕλληνικά
push up daisies,
push up the daisies,
also US: push daisies
v expr
figurative (be dead and buried) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)βλέπω τα ραδίκια ανάποδα έκφρ
Σχόλιο: Usually used in the continuous.
push up the bidding v expr (force amounts bid to increase)ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας ρ μ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 A couple of rival private collectors pushed the bidding up to ridiculous levels.
 Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'push up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση push up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «push up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!