WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| premium n | (insurance payment) (συνήθως πληθυντικός) | ασφάλιστρο ουσ ουδ |
| | If you don't pay your premiums on time, your insurance may be invalid. |
| | Αν δεν πληρώσεις τα ασφάλιστρά σου εγκαίρως, η ασφάλειά σου ίσως να μην είναι σε ισχύ. |
| premium n | (additional amount) | διαφορά ουσ θηλ |
| | (επίσημο) | προσαύξηση ουσ θηλ |
| | Robert and Patrick had to pay a premium to upgrade their hotel room. |
| | Ο Ρόμπερτ και ο Πάτρικ έπρεπε να πληρώσουν τη διαφορά για να αναβαθμίσουν το δωμάτιο του ξενοδοχείου τους. |
| premium adj | (price: higher than normal) (επίσημο) | προσαυξημένος μτχ πρκ |
| | | αυξημένος μτχ πρκ |
| | | μεγαλύτερος, υψηλότερος επίθ |
| | You have to pay a premium price for out-of-season vegetables. |
| | Πρέπει να πληρώσεις μια αυξημένη τιμή για τα μη εποχιακά λαχανικά. |
| premium adj | (of high quality) | ανώτερης ποιότητας φρ ως επίθ |
| | | premium επίθ άκλ |
| | Our new streaming service offers premium video quality with high resolution. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| premium adj | (exclusive) | αποκλειστικός επίθ |
| | (καθομιλουμένη: συνήθως γραπτό) | premium επίθ άκλ |
| premium n | informal (expensive petrol) | σούπερ ουσ θηλ άκλ |
| | Peter always puts premium in his tank. |
| premium n | (high value) | έμφαση ουσ θηλ |
| | | ιδιαίτερη σημασία, ιδιαίτερη αξία επίθ + ουσ θηλ |
| | Ann's boss put a premium on accuracy. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: