WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
premise, UK: premiss n | (logic: proposition) | υπόθεση ουσ θηλ |
| | προϋπόθεση ουσ θηλ |
| This is a major premise in this philosopher's work. |
| Αυτή είναι μια σημαντική υπόθεση στο έργο αυτού του φιλοσόφου. |
premise, UK: premiss n | (basis of a theory) | προϋπόθεση ουσ θηλ |
| | δεδομένο ουσ ουδ |
| | λογική, βάση ουσ θηλ |
| | λογική βάση επίθ + ουσ θηλ |
| I was working on the premise that I had your permission. |
| Δούλευα με την προϋπόθεση πως είχα την άδειά σου. |
premise, UK: premiss n | (basis of show or story) | θέμα ουσ ουδ |
| | υπόθεση ουσ θηλ |
| The premise of this film is that robots have taken over the Earth. |
| Το θέμα αυτής της ταινίας είναι ότι τα ρομπότ έχουν καταλάβει τη Γη. |
premises npl | (site, property) | εγκαταστάσεις ουσ θηλ πλ |
| | χώρος ουσ αρσ |
| George was fired and asked to leave the premises immediately. |
| Ο Τζωρτζ απελύθη και του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις εγκαταστάσεις άμεσα. |
premise [sth] on [sth] vtr + prep | (give as a proposition) | βασίζω κτ σε κτ, στηρίζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| Katherine is premising her forecast on interest rates remaining at their current rate. |
| Η Κάθριν στηρίζει τις προβλέψεις της στην παραμονή των επιτοκίων στο ίδιο επίπεδο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: