powdered

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpaʊdərd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: powdered, powder

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
powdered adj (finely granulated)σε σκόνη περίφρ
  σκόνη ουσ ως επίθ άκλ
  (επίσημο: σε τεχνικά θέματα)κονιορτοποιημένος μτχ πρκ
 The family couldn't afford regular milk, so they bought the powdered kind.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
powder n (dry particles)σκόνη ουσ θηλ
  πούδρα ουσ θηλ
  (επίσημο: ιατρική)κόνις ουσ θηλ
  (επίσημο: τεχνικός όρος)κονία ουσ θηλ
 Oliver tipped the powder into a cup and added hot water.
 Ο Όλιβερ έβαλε τη σκόνη σε ένα φλιτζάνι και πρόσθεσε καυτό νερό.
powder n (makeup)πούδρα ουσ θηλ
 Emily uses powder on her face.
 Η Έμιλυ χρησιμοποιεί πούδρα στο πρόσωπό της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
powder n figurative (fresh snow)φρέσκο χιόνι επίθ + ουσ ουδ
 Kathy likes skiing on powder.
powder [sth] vtr (add powder to skin)πουδράρω ρ μ
  βάζω πούδρα σε κτ περίφρ
 Abigail is powdering her face.
powder [sth] vtr often passive (turn into powder)κάνω σκόνη περίφρ
  σπάω ρ μ
  τρίβω, αλέθω ρ μ
  (επίσημο)κονιορτοποιώ ρ μ
 I powdered the aspirin and mixed it with water.
powder [sth] with [sth] vtr + prep (cover with powder)ρίχνω κτ σε κτ ρ μ
  (συνήθως τρόφιμα)πασπαλίζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 She powdered the baby's skin with talc.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
powdered | powder
ΑγγλικάΕλληνικά
confectioner's sugar,
powdered sugar,
powder sugar (US),
icing sugar (UK)
n
(fine sugar for frosting)ζάχαρη άχνη φρ ως ουσ θηλ
 Ellen usually dusts her brownies with powdered sugar before she serves them.
powdered milk n (dehydrated milk)γάλα σκόνη, γάλα σε σκόνη φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'powdered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Σε λίστες: Soap, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση powdered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «powdered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!