• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: pooped, poop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pooped adj informal (exhausted) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)λιώμα επίθ άκλ
  πτώμα, χώμα ουσ ως επίθ
 I'm pooped; can we take a break?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
poop n US, informal (poo: excrement) (καθομιλουμένη, παιδικό)κακά ουσ ουδ πλ
  (ανεπ, πιθανά προσβλητικό)σκατά ουσ ουδ πλ
 Tom picked up the dog poop in a plastic bag and put it in the bin.
 Ο Τομ μάζεψε τα κακά του σκύλου σε μια πλαστική σακούλα και την έριξε στον κάδο.
poop interj US, informal (mild expletive) (ως επιφώνημα)σκατά ουσ ουδ πλ
 Aw, poop -- I forgot to bring my cell.
poop vi US, informal (poo: excrete waste) (καθομιλουμένη)τα κάνω έκφρ
  (ανεπ, πιθανά προσβλητικό)χέζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, παιδικό)κάνω κακά περίφρ
 The cat's pooped in the middle of the lawn.
 Η γάτα έχει κάνει κακά στη μέση του γκαζόν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
poop n (rear of ship)επίστεγο ουσ ουδ
  (ζαργκόν: ναυσιπλοΐα)πούπι ουσ ουδ
 The captain is on the poop.
the poop n US, slang (information) (αργκό: νέο)βρόμα ουσ θηλ
 Give us the poop.
poop [sb] vtr mainly US, usually passive, informal (exhaust)εξουθενώνω, εξαντλώ ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω κπ να τα φτύσει έκφρ
 Margery was pooped by her long day at work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
poop | pooped
ΑγγλικάΕλληνικά
poop [sb] out vtr phrasal sep US, informal (exhaust)εξουθενώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω κπ κομμάτια έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω κπ να τα φτύσει, κάνω κπ να τα παίξει έκφρ
 That long run has really pooped me out.
poop out vi phrasal US, informal (relax, do nothing)χαλαρώνω ρ αμ
  (αργκό)αράζω ρ αμ
 After a long day at work, Brian just poops out.
poop out vi phrasal US, informal (give up)σταματώ ρ μ
  τα παρατάω έκφρ
 Don't poop out now! We need you on the team!
poop out of [sth] vi phrasal + prep US, informal (give up)παρατάω, παρατώ ρ μ
  αποσύρομαι από κτ έκφρ
 Alice pooped out of the competition.
poop out vi phrasal US, informal (stop functioning)χαλάω, χαλώ ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)τα παίζω, τα φτύνω έκφρ
 The DVD player just pooped out so I can't watch the movie.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
poop | pooped
ΑγγλικάΕλληνικά
poop chute n vulgar, offensive, informal (anus or rectum) (αργκό, χυδαίο)κωλοτρυπίδα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, χυδαίο)κώλος ουσ αρσ
poop deck n (rear of ship)επίστεγο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, ζαργκόν)πούπι ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pooped στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pooped».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!