polluted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/pəˈluːtɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(pə lo̅o̅tid)

From the verb pollute: (⇒ conjugate)
polluted is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: polluted, pollute

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
polluted adj (ecology: contaminated)μολυσμένος μτχ πρκ
 Efforts are underway to clean up the polluted river.
polluted adj figurative, informal, US (drunk)μεθυσμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)πιωμένος μτχ πρκ
  (αργκό)ντίρλα, σκνήπα ουσ ως επίθ
  (αργκό, μεταφορικά)κόκαλο, ντέφι ουσ ως επίθ
 The young man appeared to be a little polluted.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pollute [sth] vtr (air, water: contaminate)ρυπαίνω ρ μ
 Agricultural chemicals are polluting our local streams.
 Οι γεωργικές χημικές ουσίες ρυπαίνουν τα τοπικά ποτάμια.
pollute [sth/sb] vtr figurative (corrupt morally) (ηθικά)διαφθείρω ρ μ
  εξαχρειώνω ρ μ
 These images will pollute the minds of children.
 Αυτές οι εικόνες θα διαφθείρουν τη σκέψη των παιδιών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'polluted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση polluted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «polluted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!