WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| polled adj | (zoology: hornless) | χωρίς κέρατα περίφρ |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| polled adj | archaic (head: shorn, shaven) | κουρεμένος μτχ πρκ |
| | (καθόλου τρίχες) | ξυρισμένος μτχ πρκ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| poll n | (vote, voting) | ψηφοφορία ουσ θηλ |
| | | ψήφος ουσ θηλ |
| | The outcome of the parliamentary poll was not what Ray was hoping for. |
| | Το αποτέλεσμα της κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας δεν ήταν αυτό που ήλπιζε ο Ρέι. |
| poll n | (survey of opinion) | έρευνα ουσ θηλ |
| | | δημοσκόπηση ουσ θηλ |
| | | γκάλοπ ουσ ουδ άκλ |
| | The poll reveals that sixty-three percent of the population believes footballers' salaries are too high. |
| | Η έρευνα αποκαλύπτει πως εξήντα τρία τις εκατό του πληθυσμού πιστεύει ότι οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών είναι υπερβολικά υψηλές. |
| poll [sb]⇒ vtr | (survey opinions) (καθομιλουμένη) | ρωτάω ρ μ |
| | | ζητώ τη γνώμη κάποιου περίφρ |
| | (σε κπ) | κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω γκάλοπ περίφρ |
| | The magazine polled one hundred people to find out what they thought about climate change. |
| | Το περιοδικό έκανε δημοσκόπηση σε εκατό άτομα για να μάθει τις απόψεις τους για την κλιματική αλλαγή. |
| the polls npl | (voting in a election) (μεταφορικά, καθομ) | οι κάλπες άρθ ορ + ουσ θηλ πλ |
| | | εκλογές ουσ θηλ πλ |
| | Voters are expected to show their dissatisfaction at the polls this Thursday. |
| | Οι ψηφοφόροι αναμένεται να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους στις κάλπες αυτήν την Πέμπτη. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| poll n | (number of votes cast) (σε εκλογές, ψηφοφορία) | συμμετοχή ουσ θηλ |
| | The poll was down compared to last year. |
| poll n | (animal: back part of head) | πίσω μέρος κεφαλιού φρ ως ουσ ουδ |
| | Your horse should hold its poll high. |
| poll [sth]⇒ vtr | (receive votes) (ψήφους) | συγκεντρώνω ρ μ |
| | The Labour party candidate polled more votes than the Conservative candidate, so she won the election. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: