WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
plunging adj | (neckline: low) (ντεκολτέ) | βαθύς επίθ |
| The woman's plunging neckline drew attention from the men in the room. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
plunge n | figurative (fast fall, drop) (μεταφορικά) | βουτιά ουσ θηλ |
| | πτώση ουσ θηλ |
| | γκρέμισμα ουσ ουδ |
| | κατρακύλα ουσ θηλ |
| The car's plunge from the cliff lasted only a few seconds. |
| Η βουτιά του αυτοκινήτου από τον λόφο κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. |
plunge n | (dive) | βουτιά ουσ θηλ |
| Linda's plunge into the lake cooled her down. |
| Η βουτιά της Λίντας στη λίμνη τη δρόσισε. |
plunge [sth] into [sth] vtr + prep | (immerse in) | βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | βυθίζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| Patricia plunged the sheets into the water. |
| Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό. |
plunge⇒ vi | (dive) | βουτάω, βουτώ ρ αμ |
| | κάνω βουτιά περίφρ |
| Rachel dived off the end of the board and plunged. |
| Η Ρέιτσελ πήδηξε από την άκρη του βατήρα και βούτηξε. |
plunge vi | figurative (fall, drop fast) (μεταφορικά: στο κενό) | κάνω βουτιά περίφρ |
| | βουτάω, βουτώ ρ αμ |
| The car went over the cliff and plunged. |
| Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την άκρη του γκρεμού και έκανε βουτιά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
plunge vi | (rush) | ορμάω, ορμώ, χιμάω, χιμώ ρ αμ |
| (μεταφορικά) | βουτάω, βουτώ ρ αμ |
| (μεταφορικά, ανεπίσημο) | πέφτω με τα μούτρα έκφρ |
| Tara plunged through the crowd, determined to reach her destination. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: