• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: plundering, plunder

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
plundering n (looting)λεηλασία ουσ θηλ
 The authorities couldn't prevent the plundering of the ancient ruins.
plundering adj (looting)που λεηλατεί περίφρ
 The plundering soldiers stole gold and silver from the palace.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
plunder [sth] vtr (loot, steal)λεηλατώ ρ μ
  καταληστεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη: σε κτ)κάνω πλιάτσικο περίφρ
 The thieves plundered the jewellery shop.
 Οι ληστές λεηλάτησαν το κοσμηματοπωλείο.
plunder n (looted items)λάφυρα ουσ ουδ πλ
 The gang divided up the plunder from their latest robbery.
 Η ομάδα μοίρασε τα λάφυρα από την τελευταία της ληστεία.
plunder n (act of looting)λεηλασία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πλιάτσικο ουσ ουδ
 After the plunder of the church, the doors were kept locked except during services.
 Μετά τη λεηλασία της εκκλησίας, οι πόρτες παρέμεναν κλειστές εκτός από όταν είχε λειτουργία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
plunder n (loot, illegal gains)λάφυρα ουσ ουδ πλ
  (μεταφορικά)λεία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)τα κλεμμένα περίφρ
 The accountant left the country with his plunder.
plunder [sth] vtr (steal by cheating)αποσπώ κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  (λόγιος)απομυζώ ρ μ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)ξεζουμίζω ρ μ
 The accountant plundered the company's bank account.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'plundering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση plundering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «plundering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!