pioneering

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌpaɪəˈnɪərɪŋ/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌpaɪəˈnɪrɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: pioneering, pioneer

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pioneering adj (innovative)πρωτοποριακός, καινοτόμος επίθ
 The president's pioneering efforts in public health saved many lives.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pioneer n (colonist)πρώτος έποικος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
  πιονιέρος, πιονέρος ουσ αρσ
 The pioneers moved west to settle the land.
 Οι πρώτοι έποικοι μετακινήθηκαν δυτικά για να εγκατασταθούν στη χώρα.
pioneer n (innovator)πρωτοπόρος επίθ ως ουσ αρσ
  καινοτόμος επίθ ως ουσ αρσ
  (λόγιος)πιονιέρος, πιονέρος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, μτφ)μπροστάρης ουσ αρσ
 Jim is a pioneer in the field of electronics.
 Ο Τζιμ είναι πρωτοπόρος στον τομέα των ηλεκτρονικών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pioneer n as adj (characteristic of pioneers)του πιονιέρου, του πιονέρου περίφρ
 The early settlers had the pioneer spirit.
pioneer n as adj (leading, innovative) (άτομο)πρωτοπόρος, καινοτόμος επίθ
  (ενέργεια)πρωτοποριακός, καινοτόμος επίθ
 Pat is a pioneer medical researcher.
pioneer [sth] vtr (innovate)κάνω κτ πρωτοποριακό περίφρ
  είμαι πρωτοπόρος σε κτ, είμαι καινοτόμος σε κτ ρ έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Marie has pioneered a new treatment for heart disease.
 Η Μαρί εφηύρε μια νέα, πρωτοποριακή θεραπεία κατά της καρδιακής νόσου.
pioneer [sth] vtr (be the first)εγκαινιάζω ρ μ
  πρωτοπορώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι πρωτοπόρος σε κτ, είμαι καινοτόμος σε κτ ρ έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 This group of people pioneered the first settlement in the region.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pioneering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pioneering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pioneering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!