WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| pillaged adj | (robbed and destroyed) | λεηλατημένος μτχ πρκ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| pillage [sth]⇒ vtr | (take loot) | λεηλατώ, πλιατσικολογώ ρ μ |
| | The invaders pillaged several towns. |
pillage, pillaging n | (looting) | λεηλασία ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | πλιάτσικο ουσ ουδ |
| | Napoleon attempted to put an end to the pillage of Moscow. |
| pillage n | (loot) | λεία ουσ θηλ |
| | (καθομ, μεταφορικά) | πλιάτσικο ουσ ουδ |
| | Much of the dictator's share of the pillage of his own country went overseas. |
| | Τομεγαλύτερο μέρος από τη λεία που απέσπασε ο δικτάτορας από την ίδια του τη χώρα πήγε στο εξωτερικό. |
| | Το μεγαλύτερο μέρος από το πλιάτσικο που έκανε ο δικτάτορας στην ίδια του τη χώρα πήγε στο εξωτερικό. |