WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
persistent adj | (person: tenacious) (χαρακτήρας) | επίμονος επίθ |
| | ανυποχώρητος επίθ |
| | πεισματικός επίθ |
| I don't like salesmen who are too persistent. |
| Δε μου αρέσουν οι πωλητές που είναι υπερβολικά επίμονοι. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η πολιτικός ήταν ανυποχώρητη στο θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συμπεριφέρθηκε με πολύ πεισματικό τρόπο κι έλεγε συνέχεια όχι. |
persistent adj | (constant, repeated) | επίμονος επίθ |
| | συνεχής, διαρκής επίθ |
| | εμμένων επίθ |
| She complained of her ex-husband's persistent phone calls. |
| Παραπονέθηκε για τα επίμονα τηλεφωνήματα του πρώην συζύγου της. |
| Παραπονέθηκε για τα συνεχή (or: διαρκή) τηλεφωνήματα του πρώην συζύγου της. |
persistent adj | (lasting, enduring) | επίμονος επίθ |
| | συνεχής, διαρκής επίθ |
| Persistent rain has left the ground saturated. |
| Η επίμονη βροχή έχει διαποτίσει το χώμα. |
| Η συνεχής (or: διαρκής) βροχή έχει διαποτίσει το χώμα. |