peaked

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpiːkt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpikɪd/ ,USA pronunciation: respelling(pēkt, pēkid; Patho.kid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: peaked, peak

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peaked adj (geography: rising to a peak)μυτερός επίθ
 The peaked hill is difficult to climb.
peaked adj (cap: with a peak)μυτερός επίθ
 Daniel is wearing a peaked cap.
peaked (US),
peaky (UK)
adj
informal (pale, unwell)αδιάθετος επίθ
  (καθομιλουμένη, μτφ)κομμένος μτχ πρκ
 Leo's mother was worried by his listlessness and his peaked complexion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peak n (mountain top)κορυφή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κορφή, βουνοκορφή ουσ θηλ
 Gladys and Dawn reached the peak breathless but happy.
 Η Γκλάντις και η Ντον έφτασαν στην κορυφή ξέπνοες αλλά χαρούμενες.
peak n (top)κορυφή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κορφή ουσ θηλ
 From the roof's peak, Janice could see right across the valley.
 Από την κορυφή της σκεπής η Τζάνις μπορούσε να δει μέχρι την άλλη άκρη της κοιλάδας.
peak vi (reach high point)κορυφώνομαι ρ αμ
  (καθομ, μεταφορικά)πιάνω κορυφή έκφρ
 The singer's popularity peaked with his second album; sales of his third album were much lower.
 Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peak adj (maximum, time of greatest use) (σε γενική)αιχμής ουσ ως επίθ
  υψηλής ζήτησης φρ ως επίθ
 The price of gasoline increases during peak travel times.
peak n (mountain with a pointed top)βουνοκορφή ουσ θηλ
 Ben and Adam looked at the peaks stretching out before them.
peak n figurative (high point) (μεταφορικά)αιχμή, κορυφή ουσ θηλ
  απόγειο ουσ ουδ
  το μέγιστο άρθ ορ + ουσ ουδ
  μέγιστη τιμή επίθ + ουσ ουδ
 Maxine is at the peak of her career right now.
 Sales of this product reached a peak in December, but then declined.
 Η Μαξίν βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της.
 Οι πωλήσεις αυτού του προϊόντος έφτασαν το μέγιστο τον Δεκέμβριο αλλά μετά μειώθηκαν.
peak n (visor of a cap)γείσο ουσ ουδ
 Not wanting to be noticed, Liam pulled the peak of his cap lower over his eyes.
peak vi (come to a point)υψώνομαι, ορθώνομαι ρ αμ
 The mountain peaks high above them.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
peak | peaked
ΑγγλικάΕλληνικά
mountain peak n (summit or tip of a mountain)βουνοκορφή ουσ θηλ
off peak,
off-peak
adj
(outside prime time) (στη διάρκεια μίας ημέρας)εκτός ωρών αιχμής περίφρ
  (στη διάρκεια του έτους)εκτός σεζόν περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective that precedes the noun
 Off-peak rail travel is cheaper than going during rush hour.
off peak adv (outside prime time) (στη διάρκεια μίας ημέρας)εκτός ωρών αιχμής περίφρ
  (στη διάρκεια του έτους)εκτός σεζόν περίφρ
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός
 If you travel off peak, you can save a lot of money on train fares.
peak hours npl (prime time, busiest period)ώρα αιχμής ουσ θηλ
  ώρες αιχμής ουσ θηλ πλ
 The peak hours of traffic are from 4:00 pm to 7:00 pm.
peak load n (maximum demand for electric power)φορτίο αιχμής φρ ως ουσ ουδ
peak performance n (optimum output or achievement)κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση επίθ + ουσ θηλ
  κορυφαία επίδοση, μέγιστη επίδοση επίθ + ουσ θηλ
 I was at peak performance in my mid 30s.
peak season n (busiest annual period)περίοδος αιχμής ουσ θηλ
 Many shops employ extra staff during peak season.
peak shaving n (system for avoiding high energy costs)σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών φρ ως ουσ ουδ
peak time n (busiest hours)ώρα αιχμής φρ ως ουσ θηλ
 We hit peak time, so it took three hours to drive through Chicago in the rush hour traffic.
peak time n (best time to see or do [sth](ώρα)η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή φρ ως ουσ θηλ
  (εποχή)η καλύτερη εποχή, η ιδανικότερη εποχή φρ ως ουσ θηλ
  (περίοδος)η καλύτερη περίοδος, η ιδανικότερη περίοδος φρ ως ουσ θηλ
 Early October is peak time for fall foliage color in Wisconsin.
sharp peak n (spike, dramatic rise)απότομη αύξηση επίθ + ουσ θηλ
  κορύφωση ουσ θηλ
widow's peak n (hairline: point)κορυφή μαλλιών φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'peaked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση peaked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «peaked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!