pearl

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɜːrl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɝl/ ,USA pronunciation: respelling(pûrl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pearl n (jewel from an oyster shell)μαργαριτάρι ουσ ουδ
  πέρλα ουσ θηλ
 These pearls are particularly fine and would make a nice piece of jewellery.
pearls npl (pearl jewellery)μαργαριτάρια ουσ ουδ πλ
  πέρλες ουσ θηλ πλ
 Marina is wearing her pearls for the occasion.
pearl adj (made of pearls)μαργαριταρένιος επίθ
 Terry is wearing pearl cufflinks.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pearl adj (off-white in colour) (κατά λέξη)στο χρώμα του μαργαριταριού περίφρ
  υπόλευκος επίθ
  σατινέ επίθ άκλ
  (εφέ σε οποιοδήποτε χρώμα)περλέ επίθ άκλ
 The bride is wearing a pearl dress.
pearl n figurative (very fine) (μεταφορικά)μαργαριτάρι ουσ ουδ
  θησαυρός ουσ αρσ
 This woman is a pearl of very high value.
pearl n (off-white colour)το χρώμα του μαργαριταριού περίφρ
  υπόλευκο επίθ ως ουσ ουδ
  σατινέ ουσ ουδ άκλ
  (εφέ σε οποιοδήποτε χρώμα)περλέ ουσ ουδ άκλ
 Do you have this dress in pearl?
pearls npl (small bead of cosmetics) (μακιγιάζ)πέρλες ουσ θηλ πλ
 Tara prefers face pearls to loose powder.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
freshwater pearl n (pearl that forms in mussel shell)μαργαριτάρι γλυκού νερού περίφρ
 Marine pearls are valued more highly than freshwater pearls.
mother-of-pearl adj (made of mother-of-pearl)από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι περίφρ
  από μάργαρο περίφρ
mother-of-pearl adj figurative (nacreous, pearlescent)γυαλιστερός επίθ
  περλέ επίθ άκλ
  που λάμπει σαν μαργαριτάρι περίφρ
mother-of-pearl n (pearlescent interior of mollusc shell) (καθομιλουμένη)σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι ουσ ουδ
  μαργαροκόγχη, μαργαριταρόριζα ουσ θηλ
  μάργαρο ουσ ουδ
  (λόγιος)μάργαρος ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Η ορθότητα της απόδοσης «φίλντισι» αμφισβητείται, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη.
Pearl Anniversary n (marriage: 30 years)τριακοστή επέτειος γάμου περίφρ
  μαργαριταρένια επέτειος φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Στην Ελλάδα γιορτάζονται τα 25 χρόνια γάμου και αντιστοιχούν στην αργυρή επέτειο.
pearl barley n (processed cereal grain)κριθάρι περλέ φρ ως ουσ ουδ
  (επίσημο)μαργαριταρώδης κριθή επίθ + ουσ θηλ
pearl blue n (shimmery blue colour) (χρώμα)μπλε περλέ φρ ως ουσ ουδ
  (πιο απλά)γυαλιστερό μπλε επίθ + ουσ ουδ
 Pearl blue is a popular colour for cars.
pearl blue,
pearl-blue
adj
(shimmery blue in colour)μπλε περλέ φρ ως επίθ άκλ
  (πιο απλά)γυαλιστερός μπλε φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective before a noun.
pearl gray (US),
pearl grey (UK)
n
(colour: shimmery gray)γκρι περλέ φρ ως ουσ ουδ
 Do these shoes come in pearl gray?
pearl gray,
pearl-gray (US),
pearl grey,
pearl-grey (UK)
adj
(shimmery grey)περλέ γκρίζος φρ ως επίθ
  περλέ γκρι φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 The visitor was wearing an elegant pearl-grey dress.
Pearl Harbor n US (US naval harbour)Περλ Χάρμπορ φρ ως ουσ ουδ
 Pearl Harbor was a beautiful place before the land developers got hold of it.
pearl millet n (cereal grain) (επίσημο: είδος κεχριού)πενιζέττο το γλαυκό φρ ως ουσ ουδ
pearl necklace n (jewelry: string of pearls)μαργαριταρένιο κολιέ επίθ + ουσ ουδ άκλ
  μαργαριταρένιο περιδέραιο επίθ + ουσ ουδ
  κολιέ με πέρλες φρ ως ουσ ουδ
pearl necklace n vulgar, informal (sex: ejaculating on chest)εκσπερμάτωση κοντά στην περιοχή του λαιμού που θυμίζει κολιέ από πέρλες
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
pearl of wisdom n (wise saying)σοφά λόγια επίθ + ουσ ουδ πλ
  σοφία ουσ θηλ
pearl white n (shimmery white colour) (χρώμα)αστραφτερό λευκό ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pearl' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a pearl [necklace, bracelet], pearl [earrings, jewelry], matching pearl [earrings], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pearl στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pearl».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!