| Επιπλέον μεταφράσεις |
| pearl adj | (off-white in colour) (κατά λέξη) | στο χρώμα του μαργαριταριού περίφρ |
| | | υπόλευκος επίθ |
| | | σατινέ επίθ άκλ |
| | (εφέ σε οποιοδήποτε χρώμα) | περλέ επίθ άκλ |
| | The bride is wearing a pearl dress. |
| pearl n | figurative (very fine) (μεταφορικά) | μαργαριτάρι ουσ ουδ |
| | | θησαυρός ουσ αρσ |
| | This woman is a pearl of very high value. |
| pearl n | (off-white colour) | το χρώμα του μαργαριταριού περίφρ |
| | | υπόλευκο επίθ ως ουσ ουδ |
| | | σατινέ ουσ ουδ άκλ |
| | (εφέ σε οποιοδήποτε χρώμα) | περλέ ουσ ουδ άκλ |
| | Do you have this dress in pearl? |
| pearls npl | (small bead of cosmetics) (μακιγιάζ) | πέρλες ουσ θηλ πλ |
| | Tara prefers face pearls to loose powder. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| freshwater pearl n | (pearl that forms in mussel shell) | μαργαριτάρι γλυκού νερού περίφρ |
| | Marine pearls are valued more highly than freshwater pearls. |
| mother-of-pearl adj | (made of mother-of-pearl) | από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι περίφρ |
| | | από μάργαρο περίφρ |
| mother-of-pearl adj | figurative (nacreous, pearlescent) | γυαλιστερός επίθ |
| | | περλέ επίθ άκλ |
| | | που λάμπει σαν μαργαριτάρι περίφρ |
| mother-of-pearl n | (pearlescent interior of mollusc shell) (καθομιλουμένη) | σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι ουσ ουδ |
| | | μαργαροκόγχη, μαργαριταρόριζα ουσ θηλ |
| | | μάργαρο ουσ ουδ |
| | (λόγιος) | μάργαρος ουσ αρσ/θηλ |
| Σχόλιο: Η ορθότητα της απόδοσης «φίλντισι» αμφισβητείται, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη. |
| Pearl Anniversary n | (marriage: 30 years) | τριακοστή επέτειος γάμου περίφρ |
| | | μαργαριταρένια επέτειος φρ ως ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Στην Ελλάδα γιορτάζονται τα 25 χρόνια γάμου και αντιστοιχούν στην αργυρή επέτειο. |
| pearl barley n | (processed cereal grain) | κριθάρι περλέ φρ ως ουσ ουδ |
| | (επίσημο) | μαργαριταρώδης κριθή επίθ + ουσ θηλ |
| pearl blue n | (shimmery blue colour) (χρώμα) | μπλε περλέ φρ ως ουσ ουδ |
| | (πιο απλά) | γυαλιστερό μπλε επίθ + ουσ ουδ |
| | Pearl blue is a popular colour for cars. |
pearl blue, pearl-blue adj | (shimmery blue in colour) | μπλε περλέ φρ ως επίθ άκλ |
| | (πιο απλά) | γυαλιστερός μπλε φρ ως επίθ |
| Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective before a noun. |
pearl gray (US), pearl grey (UK) n | (colour: shimmery gray) | γκρι περλέ φρ ως ουσ ουδ |
| | Do these shoes come in pearl gray? |
pearl gray, pearl-gray (US), pearl grey, pearl-grey (UK) adj | (shimmery grey) | περλέ γκρίζος φρ ως επίθ |
| | | περλέ γκρι φρ ως επίθ |
| Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun |
| | The visitor was wearing an elegant pearl-grey dress. |
| Pearl Harbor n | US (US naval harbour) | Περλ Χάρμπορ φρ ως ουσ ουδ |
| | Pearl Harbor was a beautiful place before the land developers got hold of it. |
| pearl millet n | (cereal grain) (επίσημο: είδος κεχριού) | πενιζέττο το γλαυκό φρ ως ουσ ουδ |
| pearl necklace n | (jewelry: string of pearls) | μαργαριταρένιο κολιέ επίθ + ουσ ουδ άκλ |
| | | μαργαριταρένιο περιδέραιο επίθ + ουσ ουδ |
| | | κολιέ με πέρλες φρ ως ουσ ουδ |
| pearl necklace n | vulgar, informal (sex: ejaculating on chest) | εκσπερμάτωση κοντά στην περιοχή του λαιμού που θυμίζει κολιέ από πέρλες |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| pearl of wisdom n | (wise saying) | σοφά λόγια επίθ + ουσ ουδ πλ |
| | | σοφία ουσ θηλ |
| pearl white n | (shimmery white colour) (χρώμα) | αστραφτερό λευκό ουσ ουδ |