• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
panoramic adj (wide, broad)πανοραμικός επίθ
  (μεταφορικά)ευρύς, γενικός επίθ
 Holly used the panoramic mode on her camera to capture the vast landscape.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
panoramic view n (wide vista or landscape) (ελεύθερη οπτική)πανοραμική θέα επίθ + ουσ θηλ
  (κυρ: συνολική εικόνα)πανοραμική εικόνα, πανοραμική άποψη επίθ + ουσ θηλ
  πανόραμα ουσ ουδ
 The image is a panoramic view of the whole world as seen from space.
panoramic view n figurative (broad perspective on [sth](μεταφορικά)συνολική εικόνα επίθ + ουσ θηλ
  συνολική επισκόπηση, καθολική επισκόπηση επίθ + ουσ θηλ
  γενική επισκόπηση επίθ + ουσ θηλ
panoramic viewpoint n (wide or all-encompassing view)πανοραμική θέα ουσ θηλ
 At the top of the mountain, there is a panoramic viewpoint just beside the northern cliff-top.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'panoramic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση panoramic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «panoramic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!