• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: panicked, panic

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
panicked adj (terrified, alarmed)πανικόβλητος επίθ
 The panicked cat ran out of the room when it saw the dog.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
panic n (extreme anxiety)πανικός ουσ αρσ
 Tania was seized by panic when she saw a large spider.
 Την Τάνια την κυρίευσε ο πανικός όταν είδε μια μεγάλη αράχνη.
panic n (fear among many people)πανικός ουσ αρσ
 Panic broke out among the crowd when gunshots were heard.
 Όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί ξέσπασε πανικός στο πλήθος.
panic vi (act out of fear)πανικοβάλλομαι ρ αμ
 Jeremy panicked and ran when he saw the police.
 Ο Τζέρεμι πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια όταν είδε την αστυνομία.
panic n as adj (buying, selling: done in panic)πανικού ουσ ως επίθ
  πανικόβλητος επίθ
  σε κατάσταση πανικού περίφρ
 Stock prices were dropping and many people started panic selling.
panic [sb] vtr (terrify, alarm [sb])πανικοβάλλω ρ μ
  τρομοκρατώ
 The sight of the police panicked Jeremy.
 Η θέα της αστυνομίας πανικόβαλλε τον Τζέρεμι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
panic n (economic fear)πανικός, τρόμος ουσ αρσ
 Stocks were falling, leading to a panic on Wall Street.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
panic | panicked
ΑγγλικάΕλληνικά
in a panic expr (panicking)σε πανικό, σε κατάσταση πανικού φρ ως επίρ
panic attack n (onset of acute anxiety)κρίση πανικού φρ ως ουσ θηλ
 Hyperventilation is one symptom of a panic attack.
panic disorder n (tendency to anxiety attacks) (ψυχική υγεία)διαταραχή πανικού περίφρ
panic-stricken,
panic stricken
adj
(panicking)πανικόβλητος επίθ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'panicked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση panicked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «panicked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!