outsourcing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌaʊtˈsɔːrsɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌaʊtˈsɔrsɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(out′sôrsing, -sōr-)

From the verb outsource: (⇒ conjugate)
outsourcing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
Σε αυτή τη σελίδα: outsourcing, outsource

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outsourcing n (subcontracting: to outside company)εξωτερική ανάθεση επίθ + ουσ θηλ
  ανάθεση σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
 Outsourcing is increasingly common in today's commerce.
 Η εξωτερική ανάθεση γίνεται όλο και πιο συνήθης στο σημερινό εμπόριο.
outsourcing n (obtaining: from outside company)προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 We use outsourcing for all our raw materials and components.
 Χρησιμοποιούμε προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή για τα ακατέργαστα υλικά και τα κομμάτια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outsource [sth] vtr (work: contract out)αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ
 The company has outsourced payroll and accounting.
 Η εταιρεία έχει αναθέσει σε εξωτερικό συνεργάτη (or: έχει αναθέσει σε τρίτους) τη μισθοδοσία και τα λογιστικά.
outsource [sth] to [sb] vtr + prep (work: contract out) (κάτι σε κάποιον)αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ
 The company outsourced hiring to an external human relations firm.
outsource vi (contract out work)αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω εργασία σε τρίτους περίφρ
  αναθέτω δραστηριότητα σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω δραστηριότητα σε τρίτους περίφρ
 No-one on the payroll was qualified so we had to outsource.
 Κανένας από το τμήμα λογιστικής δεν είχε τα προσόντα κι έτσι αναγκαστήκαμε να αναθέσουμε την εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη (or: αναθέσουμε την εργασία σε τρίτους).
outsource [sth] vtr (goods, services: obtain externally) (επίσημο)αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 The company now outsources a lot of the items it used to make.
outsource [sth] from [sb] vtr + prep (goods, services: obtain externally) (επίσημο)αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 The factory, which is in London, outsources its parts from China.
outsource vi (obtain goods externally)αγοράζω από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 For some items, we've found it's cheaper to outsource.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'outsourcing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [service, technology, job, production] outsourcing, the outsourcing of [services], the outsourcing to [India], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση outsourcing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «outsourcing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!