WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| ourselves pron | (we: reflexive form) | τους εαυτούς μας, τον εαυτό μας αντων |
| Σχόλιο: Συνήθως προτιμάται η παθητική φωνή, πχ «Κλειδωθήκαμε έξω από το σπίτι. Κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη.» |
| | We locked ourselves out of the house. |
| | We looked at ourselves in the mirror. |
| ourselves pron | (us: used after as, than, but) | εμάς αντων |
| | (εμφατικός τύπος) | εμάς τους ίδιους περίφρ |
| | We went into the room and discovered there was nobody there but ourselves. |
| | Μπήκαμε στο δωμάτιο και ανακαλύψαμε πως δεν ήταν κανένας άλλος εκεί εκτός από εμάς. |
| ourselves pron | (we: emphatic form) | εμείς αντων |
| | (εμφατικός τύπος) | εμείς οι ίδιοι, εμείς ειδικά, εμείς προσωπικά περίφρ |
| | We ourselves would never do that. |
| | Εμείς δεν θα το κάναμε αυτό. |
| ourselves pron | (our normal selves) | εμείς αντων |
| | | οι εαυτοί μας, ο εαυτός μας περίφρ |
| | The journey exhausted us, but after a few hours' rest we were ourselves again. |
| | Το ταξίδι μας εξάντλησε, αλλά μετά από ξεκούραση λίγων ωρών ξαναγίναμε ο εαυτός μας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: