• WordReference
  • Definition
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
on your own,
all on your own
expr
(without company)μόνος μου έκφρ
  (ενίοτε αρνητικό)ολομόναχος επίθ
 When you live on your own, you can eat dinner whenever it suits you.
on your own,
all on your own
expr
(without help)μόνος μου έκφρ
  (εμφατικός τύπος)ολομόναχος επίθ
  εντελώς μόνος μου έκφρ
 The teacher told her class, "I'll show you how to solve the first equation, then you can try the next one on your own."
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
live on your own v expr (not share one's accommodation)μένω μόνος μου περίφρ
 After living on his own for many years, he has moved back in with his parents.
on your own initiative expr (individual decision)με δική μου απόφαση, με δική μου πρωτοβουλία περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
on your own initiative expr (without orders of others)με δική μου απόφαση, με δική μου πρωτοβουλία περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
stand on your own two feet v expr (be independent) (μεταφορικά)στέκομαι στα πόδια μου έκφρ
  δεν εξαρτώμαι από κανέναν έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'on your own' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση on your own στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «on your own».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!