• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oldie n informal, often plural (elderly person)ηλικιωμένος, ηλικιωμένη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)παππούς, γιαγιά ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (πιθανά προσβλητικό)γέρος, γριά ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The social club on Friday afternoons is popular with oldies.
oldie n informal ([sth] popular in the past)παλιός επίθ ως ουσ
  της εποχής έκφρ
 "This song is an oldie!" exclaimed Granddad. "I used to dance to it with your grandmother!"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oldie στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oldie».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!