• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oiler n ([sb] or [sth] that oils)κπ ή κτ που λαδώνει
  κπ ή κτ που λιπαίνει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
oiler n (oil machinery worker)λιπαντής ουσ αρσ
  γρασαδόρος ουσ αρσ
oiler n (device that feeds lubricant)λιπαντήρας, λιπαντής ουσ αρσ
  λιπαντικό μηχάνημα επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)λαδωτήρι ουσ ουδ
oiler n (oilcan) (καθομιλουμένη)λαδωτήρι ουσ ουδ
oiler n (nautical: ship using oil as fuel)πετρελαιοκίνητο πλοίο επίθ + ουσ ουδ
  σκάφος πετρελαίου φρ ως ουσ ουδ
oiler n (nautical: oil tanker)πετρελαιοφόρο επίθ ως ουσ ουδ
oiler n (oil well)πετρελαιοπηγή ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oiler στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oiler».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!