WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
oiler n | ([sb] or [sth] that oils) | κπ ή κτ που λαδώνει |
| | κπ ή κτ που λιπαίνει |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
oiler n | (oil machinery worker) | λιπαντής ουσ αρσ |
| | γρασαδόρος ουσ αρσ |
oiler n | (device that feeds lubricant) | λιπαντήρας, λιπαντής ουσ αρσ |
| | λιπαντικό μηχάνημα επίθ + ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | λαδωτήρι ουσ ουδ |
oiler n | (oilcan) (καθομιλουμένη) | λαδωτήρι ουσ ουδ |
oiler n | (nautical: ship using oil as fuel) | πετρελαιοκίνητο πλοίο επίθ + ουσ ουδ |
| | σκάφος πετρελαίου φρ ως ουσ ουδ |
oiler n | (nautical: oil tanker) | πετρελαιοφόρο επίθ ως ουσ ουδ |
oiler n | (oil well) | πετρελαιοπηγή ουσ θηλ |