oily

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɔɪli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɔɪli/ ,USA pronunciation: respelling(oilē)

Inflections of 'oily' (adj):
oilier
adj comparative
oiliest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oily adj (greasy)λιπαρός επίθ
 My hair gets oily if I don't wash daily.
oily adj figurative (person: smarmy) (αποδοκιμασίας)κόλακας ουσ αρσ
  (καθομ, αποδοκιμασίας)γλείφτης, γλείφτρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The new mayor is an oily hypocrite.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'oily' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!