• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: occupying, occupy

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
occupying adj (controlling, invading)κατοχικός επίθ
  (σε γενική)κατοχής ουσ θηλ
 The occupying forces were driven out of the territory.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
occupy [sth] vtr (room, space: inhabit) (δωμάτιο, χώρο)διαμένω, κατοικώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)μένω ρ μ
 A rock star and his band are occupying the penthouse suite.
 Ένας ροκ αστέρας και η μπάντα του διαμένουν (or: κατοικούν) στο ρετιρέ.
 Ένας ροκ σταρ και η μπάντα του μένουν στο ρετιρέ.
occupy [sth] vtr (fill: time) (χρόνο)περνάω, περνώ ρ μ
  (μεταφορικά)γεμίζω ρ μ
 How did you occupy your time while you were ill?
 Πώς περνούσες τον χρόνο σου όσο ήσουν άρρωστος;
 Πώς γέμιζες τον χρόνο σου όσο ήσουν άρρωστος;
occupy [sb] vtr ([sb]: entertain, keep busy) (κάποιον)απασχολώ ρ μ
  διασκεδάζω ρ μ
 We played games to occupy the children on the long drive.
 Παίζαμε παιχνίδια για να απασχολήσουμε τα παιδιά στη μεγάλη διαδρομή με το αμάξι.
 Παίζαμε παιχνίδια για να διασκεδάσουμε τα παιδιά στη μεγάλη διαδρομή με το αμάξι.
occupy [sth] vtr (military: invade, control) (στρατιωτικό)καταλαμβάνω ρ μ
  κυριεύω
 This province has been occupied by various foreign countries.
 Η περιοχή έχει καταληφθεί από διάφορες ξένες χώρες.
occupy [sth] vtr (be employed in: a post)κατέχω ρ μ
 Mrs Hanson has occupied the position of vice principal at the school for 12 years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'occupying' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση occupying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «occupying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!