• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: numbing, numb

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
numbing adj (causing lack of physical sensation)που προκαλεί μούδιασμα περίφρ
 The dentist gave the patient a numbing injection before filling her tooth.
numbing adj (causing bored stupor)που προκαλεί λήθαργο περίφρ
  που προκαλεί αποβλάκωση περίφρ
  (καθομιλουμένη)που σε κάνει να σκυλοβαρεθείς περίφρ
 Parents often worry about the numbing effect of TV on their children.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
numb adj (without feeling)μουδιασμένος μτχ πρκ
 When Kate woke up, her arm was completely numb because she had been lying on it.
 Όταν ξύπνησε η Κέιτ το χέρι της ήταν μουδιασμένο επειδή είχε κοιμηθεί πάνω του.
numb adj (paralyzed)παράλυτος επίθ
  παραλυμένος μτχ πρκ
 After she broke her back, Kate's legs were permanently numb.
 Αφότου έσπασε την πλάτη της, τα πόδια της Κέιτ έμειναν για πάντα παράλυτα.
numb to [sth] adj + prep figurative (desensitized) (μεταφορικά)δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ έκφρ
  δεν είμαι ευαισθητοποιημένος έκφρ
  απαθής επίθ
  (αποδοκιμασία)αναίσθητος επίθ
 City people often become numb to the suffering of the homeless.
 Οι άνθρωποι στις πόλεις συχνά παύουν να είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα προβλήματα των αστέγων.
numb [sth/sb] vtr (make numb)αναισθητοποιώ ρ μ
  κάνω αναισθησία περίφρ
  (σε μικρό μέρος)κάνω τοπική αναισθησία περίφρ
 The dentist numbed my mouth before he began working on my teeth.
 Ο οδοντίατρος έκανε τοπική αναισθησία στο στόμα μου πριν αρχίσει τη δουλειά στα δόντια μου.
numb [sb] vtr figurative, often passive (desensitize to emotion) (μεταφορικά)αναισθητοποιώ ρ μ
 The trauma of his childhood experiences has numbed him.
numb [sb] to [sth] vtr + prep figurative, often passive (desensitize to effects of [sth])απευαισθητοποιώ κπ σε σχέση με κτ έκφρ
  κάνω κπ λιγότερο ευαίσθητο σε κτ έκφρ
 It's arguable that action movies numb us to the true effects of violence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
numbing | numb
ΑγγλικάΕλληνικά
mind-numbing adj (very boring)πολύ βαρετός επίρ + επίθ
 The students sighed and stared out of the window as the teacher's mind-numbing presentation dragged on.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'numbing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση numbing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «numbing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!