• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: notified, notify

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
be notified of [sth] v expr (be advised or informed of [sth])ενημερώνομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (επίσημο)λαμβάνω ενημέρωση για κτ περίφρ
 I was notified of Peter's death on Monday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
notify [sb],
notify [sb] that
vtr
(with clause: tell)ειδοποιώ, ενημερώνω ρ μ
 Amy's boss notified her that she qualified for a raise.
 Το αφεντικό της Έιμι την ενημέρωσε πως πληρούσε τα κριτήρια για μια αύξηση.
notify [sb] of [sth] vtr + prep (inform of)ειδοποιώ κπ για κτ, ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (επίσημο)γνωστοποιώ κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Matthew wrote to notify his boss of his intention to resign.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
notify [sth] to [sth/sb] vtr + prep UK, formal, often passive (register officially)δηλώνω κτ σε κτ/κπ ρ μ + πρόθ
 Deaths are required by law to be notified to a registrar within five days.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'notified' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση notified στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «notified».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!