norm

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈnɔːrm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/nɔrm/ ,USA pronunciation: respelling(nôrm)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
norm n ([sth] considered normal)κανόνας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)νόρμα ουσ θηλ
 An advanced academic degree is the norm in this office.
 Ένας ανώτερος ακαδημαϊκός τίτλος είναι ο κανόνας σ' αυτό το γραφείο.
norm n (general rule, custom)άγραφος κανόνας επίθ + ουσ αρσ
  συνηθίζεται ρ απρ
 It's the norm to send a note to thank someone for a gift.
 Είναι άγραφος κανόνας να στέλνεις ένα σημείωμα, για να ευχαριστήσεις κάποιον για ένα δώρο.
 Συνηθίζεται να στέλνεις ένα σημείωμα, για να ευχαριστήσεις κάποιον για ένα δώρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'norm' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση norm στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «norm».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!