WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| mugshot n | slang (police identity photo) | φωτογραφία σήμανσης φρ ως ουσ θηλ |
| | The police took Olivia's mugshot. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| mug shot n | (police photo: suspect's face) | φωτογραφία της σήμανσης περίφρ |
| | | φωτογραφία από τη σύλληψη περίφρ |
| | The witness identified the bank robber from a mug shot. |
| | Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον ληστή της τράπεζας από μια φωτογραφία της σήμανσης. |
| mug shot n | humorous, slang (photo: face) | φωτογραφία ουσ θηλ |
| | (κατά λέξη) | φωτογραφία του προσώπου |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | I need a mug shot for my passport application. |
| | Πρέπει να βγάλω φωτογραφία για την αίτηση διαβατηρίου. |