WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
mugger n | (person who attacks and robs) | κλέφτης, ληστής ουσ αρσ |
| Betty was attacked by a mugger in Central Park. |
| H Μπέτυ δέχθηκε επίθεση από έναν ληστή στο Σέντραλ Παρκ. |
mugger n | informal (person who pulls faces, overacts) | κάποιος που κάνει γκριμάτσες |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| That actor is such a mugger; he is more suited to comedy. |
| Αυτός ο ηθοποιός κάνει πολλές γκριμάτσες και θα του ταίριαζαν καλύτερα οι κωμωδίες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: