morbid

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɔːrbɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmɔrbɪd/ ,USA pronunciation: respelling(môrbid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
morbid adj (preoccupied with death)μακάβριος επίθ
  (μεταφορικά: πχ φαντασία)νοσηρός επίθ
 Her morbid novels rarely end without a gruesome death.
 Τα μακάβρια μυθιστορήματά της σπανίως τελειώνουν χωρίς έναν φρικτό θάνατο.
morbid adj (medical: relating to disease) (ιατρική)παθολογικός επίθ
 Morbid sections of tissue were removed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
morbid adj (medical: causing disease)θανατηφόρος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
morbid curiosity n (macabre or obsessive interest in [sth])νοσηρή περιέργεια επίθ + ουσ θηλ
 My son shows a morbid curiosity in forensic medicine.
 I confess the bizarre details of his death did pique my morbid curiosity.
 Ο γιος μου δείχνει νοσηρή περιέργεια για την ιατροδικαστική. // Ομολογώ ότι οι παράξενες λεπτομέρειες για τον θάνατό του ερέθισαν τη νοσηρή περιέργειά μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'morbid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση morbid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «morbid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!