• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: messed up, mess up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
messed up,
messed-up
adj
slang (person: psychologically damaged) (μεταφορικά)κουρέλι, ράκος ουσ ως επίθ
  ψυχολογικά ένα ράκος έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Dan came back from the war totally messed up; he hasn't been the same since.
 Ο Νταν γύρισε απ' τον πόλεμο εντελώς κουρέλι, δεν είναι πια ο ίδιος.
messed up,
messed-up
adj
slang (person: injured) (καθομιλουμένη)που έχει σακατευτεί περίφρ
  σακατεμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 She was badly messed up when we found her after her fall from the rocks.
 Είχε σακατευτεί για τα καλά όταν την βρήκαμε μετά την πτώση της από τα βράχια.
messed up,
messed-up
adj
slang (body part: injured) (καθομιλουμένη)που έχει σακατευτεί περίφρ
  σακατεμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Donny's legs are messed up from a motorbike crash three years ago.
 Τα πόδια του Ντόνι σακατεύτηκαν από ένα τροχαίο με μοτοσυκλέτα πριν από τρία χρόνια.
messed up,
messed-up
adj
slang (thing: damaged)που έχει χαλάσει περίφρ
  (καθομιλουμένη)γίνομαι σμπαράλια έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The picture frame is messed up. I think it's broken.
messed up,
messed-up
adj
slang (wrong) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)αρρωστημένος μτχ πρκ
  αρρώστια ουσ θηλ
  διαστροφή ουσ θηλ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 Oedipus killed his father and married his mother; that's messed up!
 Ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του. Αυτό είναι αρρωστημένο!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mess [sth] up,
mess up [sth]
vtr phrasal sep
(make untidy)χαλάω, χαλώ ρ μ
  ανακατεύω ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The wind messed up the neat piles of papers, scattering them all over the room.
 Ο αέρας χάλασε τις ωραίες στοίβες με τα χαρτιά και τα σκόρπισε σε όλο το δωμάτιο.
mess [sth] up,
mess up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, informal (spoil, botch)χαλάω, καταστρέφω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω θάλασσα έκφρ
  θαλασσώνω ρ μ
 This is important, so try not to mess it up.
 Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις.
mess up vi phrasal figurative, slang (make serious mistake) (καθομιλουμένη)τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα έκφρ
  (καθομιλουμένη, προσβλητικό)τα σκατώνω, τα κάνω σκατά έκφρ
 This is your last chance, so don't mess up!
 Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα!
mess [sb] up,
mess up [sb]
vtr phrasal sep
figurative, slang (cause emotional problems)καταβάλω ψυχολογικά ρ μ + επίρ
  (πιο σοβαρό: σε κπ)προκαλώ ψυχολογικά προβλήματα έκφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω κπ χάλια έκφρ
 The death of Charlotte's boyfriend really messed her up.
 Ο θάνατος του αγοριού της κατέβαλε ψυχολογικά την Σάρλοτ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση messed up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «messed up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!