Κύριες μεταφράσεις |
messed up, messed-up adj | slang (person: psychologically damaged) (μεταφορικά) | κουρέλι, ράκος ουσ ως επίθ |
| | ψυχολογικά ένα ράκος έκφρ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun. |
| Dan came back from the war totally messed up; he hasn't been the same since. |
| Ο Νταν γύρισε απ' τον πόλεμο εντελώς κουρέλι, δεν είναι πια ο ίδιος. |
messed up, messed-up adj | slang (person: injured) (καθομιλουμένη) | που έχει σακατευτεί περίφρ |
| | σακατεμένος μτχ πρκ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun. |
| She was badly messed up when we found her after her fall from the rocks. |
| Είχε σακατευτεί για τα καλά όταν την βρήκαμε μετά την πτώση της από τα βράχια. |
messed up, messed-up adj | slang (body part: injured) (καθομιλουμένη) | που έχει σακατευτεί περίφρ |
| | σακατεμένος μτχ πρκ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun. |
| Donny's legs are messed up from a motorbike crash three years ago. |
| Τα πόδια του Ντόνι σακατεύτηκαν από ένα τροχαίο με μοτοσυκλέτα πριν από τρία χρόνια. |
messed up, messed-up adj | slang (thing: damaged) | που έχει χαλάσει περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | γίνομαι σμπαράλια έκφρ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun. |
| The picture frame is messed up. I think it's broken. |
messed up, messed-up adj | slang (wrong) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) | αρρωστημένος μτχ πρκ |
| | αρρώστια ουσ θηλ |
| | διαστροφή ουσ θηλ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun |
| Oedipus killed his father and married his mother; that's messed up! |
| Ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του. Αυτό είναι αρρωστημένο! |
Κύριες μεταφράσεις |
mess [sth] up, mess up [sth] vtr phrasal sep | (make untidy) | χαλάω, χαλώ ρ μ |
| | ανακατεύω ρ μ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| The wind messed up the neat piles of papers, scattering them all over the room. |
| Ο αέρας χάλασε τις ωραίες στοίβες με τα χαρτιά και τα σκόρπισε σε όλο το δωμάτιο. |
mess [sth] up, mess up [sth] vtr phrasal sep | figurative, informal (spoil, botch) | χαλάω, καταστρέφω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κάνω θάλασσα έκφρ |
| | θαλασσώνω ρ μ |
| This is important, so try not to mess it up. |
| Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις. |
mess up vi phrasal | figurative, slang (make serious mistake) (καθομιλουμένη) | τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα έκφρ |
| (καθομιλουμένη, προσβλητικό) | τα σκατώνω, τα κάνω σκατά έκφρ |
| This is your last chance, so don't mess up! |
| Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα! |
mess [sb] up, mess up [sb] vtr phrasal sep | figurative, slang (cause emotional problems) | καταβάλω ψυχολογικά ρ μ + επίρ |
| (πιο σοβαρό: σε κπ) | προκαλώ ψυχολογικά προβλήματα έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω κπ χάλια έκφρ |
| The death of Charlotte's boyfriend really messed her up. |
| Ο θάνατος του αγοριού της κατέβαλε ψυχολογικά την Σάρλοτ. |