• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: mesmerizing, mesmerize

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mesmerizing,
also UK: mesmerising
adj
figurative (transfixing, spellbinding)μαγευτικός, καθηλωτικός επίθ
  σαγηνευτικός επίθ
 The fireworks were a mesmerising spectacle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mesmerize [sb],
also UK: mesmerise [sb]
vtr
figurative (fascinate, entrance) (μεταφορικά)υπνωτίζω, μαγεύω, μαγνητίζω ρ μ
 The dancer's flawless performance mesmerized her audience.
 Ο άψογος χορός της χορεύτριας υπνώτισε το κοινό.
mesmerize [sb],
also UK: mesmerise [sb]
vtr
dated (hypnotize)υπνωτίζω ρ μ
 Every attempt to mesmerize her failed.
 Κάθε προσπάθεια να την υπνωτίσω απέτυχε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mesmerizing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mesmerizing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!