• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: maturing, mature

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
maturing adj (market: growth is slowing) (μεταφορικά: αγορά)που ωριμάζει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mature adj (person)ώριμος επίθ
 He was mature for a 16-year old.
 Ήταν ώριμος για δεκαεξάχρονος.
mature adj (ripe)ώριμος επίθ
 It's better to eat mature fruit.
 Είναι καλύτερο να τρως ώριμα φρούτα.
mature vi (person)ωριμάζω ρ αμ
  ωριμάζω ρ μ
 He matured rapidly in the army.
 Ωρίμασε γρήγορα στον στρατό.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο στρατός τον ωρίμασε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mature adj (fully grown, complete)ώριμος επίθ
 We only harvest mature plants.
 Μαζεύουμε τους καρπούς μόνο από τα ώριμα φυτά.
mature adj (fully considered)ώριμος επίθ
 He made a mature decision that it was better to stay home.
 Πήρε την ώριμη απόφαση να μείνει στο σπίτι.
mature vi (finance, loan: end)λήγω ρ αμ
 He needed to get a new loan when the old one matured.
 Έπρεπε να πάρει καινούριο δάνειο μόλις έληγε το πρώτο.
mature vi (become mature, ripe)ωριμάζω ρ αμ
 The farmer will not harvest the fruit until it matures.
 Ο αγρότης δεν θα μαζέψει τον καρπό μέχρι να ωριμάσει.
mature vtr (make mature, ripened)ωριμάζω ρ μ
 This is where we mature the cheese for sale.
 Εδώ ωριμάζουμε το τυρί για να βγει στο εμπόριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
mature | maturing
ΑγγλικάΕλληνικά
mature adult n (person: grown-up)ώριμος ενήλικας επίθ + ουσ αρσ
mature age n (middle age)ώριμη ηλικία επίθ + ουσ θηλ
 His mother is of mature age at 40 years old.
mature age n (legal adulthood)απαιτούμενη από το νόμο ηλικία περίφρ
  (με βάση το νόμο)ενήλικος επίθ
 The law of the United States holds that only those of mature age may purchase cigarettes.
mature man n (middle-aged male) (μεταφορικά)ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας επίθ + ουσ αρσ
mature student n ([sb] enrolled in study after usual age) (μεταφορικά)ώριμος φοιτητής επίθ + ουσ αρσ
mature woman n (middle-aged female) (μεταφορικά)ώριμη γυναίκα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'maturing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση maturing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «maturing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!