• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lurker n ([sb] who prowls or sneaks around)αυτός που καραδοκεί, που στήνει καρτέρι περίφρ
 If I had seen the lurker in the bushes, I may have been able to stop him.
lurker n (internet: watches discussion)αυτός που παρακολουθεί μία συζήτηση στο διαδίκτυο χωρίς να συμμετέχει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 As the members of the forum insulted each other, the lurker watched and laughed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lurker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lurker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!