loner

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈləʊnər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈloʊnɚ/ ,USA pronunciation: respelling(lōnər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loner n (recluse, hermit)μοναχικός τύπος επίθ + ουσ αρσ
 He was a loner most of his life but eventually married.
 Ήταν μοναχικός τύπος σχεδόν σε όλη τη ζωή του αλλά κάποια στιγμή παντρεύτηκε.
loner n ([sb] without close friends) (κάποιος χωρίς φίλους)μοναχικός επίθ
 Neighbours described her as a loner who rarely spoke to them.
 Οι γείτονες την περιγράφουν ως μοναχικό άτομο που σπάνια τους μιλούσε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'loner' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση loner στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «loner».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!