laziness

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈleɪzinɪs/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
laziness n (indolence, idleness)τεμπελιά ουσ θηλ
 His laziness prevented him from going very far in his career.
 Η τεμπελιά του τον εμπόδισε στο να προχωρήσει την καριέρα του.
laziness n (sloth, apathy)νωθρότητα ουσ θηλ
 The laziness of their approach meant that nothing got done.
 Η νωθρότητα της προσέγγισής τους είχε σαν αποτέλεσμα να μην γίνει τίποτε.
laziness n (slow rhythm)νωχέλεια, ραστώνη ουσ θηλ
 We enjoyed the laziness of a summer afternoon.
 Απολαύσαμε τη νωχέλεια του καλοκαιριάτικου απογεύματος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'laziness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση laziness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «laziness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!