WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
last week adv (during the week before this one)την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα. φρ ως επίρ
 She quit her job last week.
 Παραιτήθηκε απ' τη δουλειά της την προηγούμενη εβδομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
the week before last n (the week prior to last week)η προπερασμένη εβδομάδα φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)η προ-προηγούμενη εβδομάδα φρ ως ουσ θηλ
the week before last adv (in the week prior to last week)την προπερασμένη εβδομάδα φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)την προ-προηγούμενη εβδομάδα φρ ως επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'last week' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση last week στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «last week».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!