WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| last week adv | (during the week before this one) | την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα. φρ ως επίρ |
| | She quit her job last week. |
| | Παραιτήθηκε απ' τη δουλειά της την προηγούμενη εβδομάδα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: