Κύριες μεταφράσεις |
knockout n | (KO: winning boxing punch) (μποξ: η τελική γροθιά) | νοκ άουτ, νοκ-άουτ ουσ ουδ άκλ |
| The boxer won with a knockout. |
knockout n | (KO: win by knockout in boxing) (μποξ: νίκη) | νοκ άουτ, νοκ-άουτ ουσ ουδ άκλ |
| That was a technically perfect knockout. |
knockout n | slang, figurative ([sb] very attractive) (πολύ όμορφος/η) | κούκλος, κούκλα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | γκόμενος, γκόμενα ουσ ως επίθ |
| | γκομενάρα ουσ θηλ |
| | μανάρι, μανούλι ουσ ουδ |
| That Victoria's Secret model is a real knockout. |
knockout n as adj | (competition: played to eliminate) | νοκ άουτ, νοκ-άουτ ουσ ουδ ως επίθ |
| The French team lost to Brazil in the knockout round. |
knockout adj | slang, figurative (excellent, impressive) (αργκό, μτφ) | άπαιχτος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | απίθανος επίθ |
| That was a knockout shot in the basketball game! |
Κύριες μεταφράσεις |
knock [sb] out vtr phrasal sep | informal (strike unconscious) (καθομιλουμένη: λιποθυμία) | αφήνω ξερό περίφρ |
| (μεταφορικά) | βγάζω νοκ άουτ περίφρ |
| The goalkeeper collided with the striker and knocked him out. |
| Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον άφησε ξερό. |
| Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ. |
knock [sb] out vtr phrasal sep | informal, figurative (send to sleep) (αργκό, μεταφορικά) | κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός περίφρ |
| | κοιμίζω ρ μ |
| The chloroform knocked her out. |
| Το χλωροφόρμιο την κοίμισε. |
knock [sb] out vtr phrasal sep | (KO: defeat in boxing match) | βγάζω νοκ άουτ περίφρ |
| The boxer knocked out his opponent in the third round. |
| Ο μποξέρ έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλό του στον τρίτο γύρο. |
knock [sb] out vtr phrasal sep | (competitor: eliminate) | αποκλείω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | βγάζω κπ νοκ άουτ περίφρ |
| In the semi-final of the competition, Manchester United knocked Liverpool out. |
| Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ. |
knock [sb] out vtr phrasal sep | slang, figurative (impress) (αργκό, μεταφορικά) | κάνω κπ να τα δει όλα έκφρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κάνω κπ να τα χάσει έκφρ |
| | αφήνω κπ άναυδο, αφήνω κπ άφωνο, αφήνω κπ με ανοιχτό το στόμα έκφρ |
| Sophie knocked everybody out with her great singing voice. |
| Η Σόφι τους έκανε όλους να τα χάσουν με την υπέροχη φωνή της. |
| Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της. |
knock [sth] out vtr phrasal sep | slang (do hurriedly) (αργκό) | ξεπετάω, ξεπετώ ρ μ |
| Ben quickly knocked the essay out. |
| Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία. |