WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
justify [sth] vtr (give reason for)δικαιολογώ, αιτιολογώ ρ μ
 He tried to justify his rudeness by saying he'd been tired.
 Προσπάθησε να δικαιολογήσει (or: αιτιολογήσει) την αγένειά του λέγοντας ότι ήταν κουρασμένος.
justify [sth] to [sb] vtr + prep (give reason, excuse)δικαιολογώ ρ μ
 I tried to justify the price of house to my husband, but he said it was not a good value.
justify [sth] vtr (text: align at the sides) (κείμενο)κάνω πλήρη στοίχιση περίφρ
 If you justify the text it will look neater.
justify [sth] vtr (prove right)δικαιώνω ρ μ
 I think my high marks justify my decision to take fewer classes.
 Νομίζω ότι οι υψηλοί βαθμοί δικαιώνουν την απόφασή μου να παρακολουθήσω λιγότερα μαθήματα.
justify doing [sth] v expr (be a good reason, excuse) (το να κάνω κάτι)δικαιολογώ ρ μ
  (για να κάνω κάτι)αποτελώ δικαιολογία περίφρ
 Nothing justifies hitting a child.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση justifies στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «justifies».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!