jogging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdʒɒgɪŋ/

From the verb jog: (⇒ conjugate)
jogging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: jogging, jog

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
jogging n (sport)τζόκινγκ ουσ ουδ άκλ
  τρέξιμο ουσ ουδ
 Sarah didn't like going to the gym so she took up jogging.
 Στη Σάρα δεν άρεσε το γυμναστήριο, γι' αυτό ξεκίνησε τρέξιμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
jog vi (run slowly)κάνω τζόκινγκ περίφρ
  πάω για τρέξιμο, βγαίνω για τρέξιμο περίφρ
  τρέχω ρ αμ
  (όχι ως γυμναστική)τρέχω αργά ρ αμ + επίρ
 Peter was tired, so he jogged along slowly.
 Ο Πήτερ ήταν κουρασμένος και έτσι έτρεχε αργά.
jog [sth] vtr (nudge, shake)κουνάω, κουνώ ρ μ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
 Ian jogged the horse's reins to get it to start moving.
 Ο Ίαν κουνούσε τα χαλινάρια του αλόγου για να το κάνει να αρχίσει να κινείται.
jog [sth] vtr (memory) (μεταφορικά: μνήμη)φρεσκάρω ρ μ
  (μεταφορικά: αναμνήσεις)ξυπνάω, ξυπνώ ρ μ
 Seth tried to retrace his steps to jog his memory.
 Ο Σεθ προσπαθούσε να θυμηθεί τα βήματά του για να φρεσκάρει τη μνήμη του.
jog n (slow run)τζόκινγκ ουσ ουδ άκλ
  τρέξιμο ουσ ουδ
 Amanda decided to go for a jog this morning.
 Η Αμάντα αποφάσισε να πάει για τζόκινγκ σήμερα το πρωί.
jog n (nudge)σκούντημα ουσ ουδ
 Kyle's jog to his little brother's shoulder prompted him.
 Το σκούντημα του Κάιλ στον ώμο του μικρού του αδελφού τον κινητοποίησε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
jog | jogging
ΑγγλικάΕλληνικά
jog on vi phrasal UK, slang (go away) (αργκό)την κάνω έκφρ
  (αργκό)τσακίζομαι ρ αμ
 A strange bloke tried to chat me up, but I told him to jog on.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
jogging | jog
ΑγγλικάΕλληνικά
jogging pants (clothing)φόρμα ουσ θηλ
  (απόλυτη ακρίβεια)φόρμα για τρέξιμο φρ ως ουσ θηλ
jogging suit n (clothing)φόρμα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)φόρμα για τρέξιμο, φόρμα για τζόκιν φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'jogging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: go jogging around the [block, track, neighborhood, town], go jogging [on, along, by] the beach, go jogging [in the gym, on the treadmill], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση jogging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «jogging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!