|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
jerk [sth]⇒ vtr | (pull quickly) | τραβάω απότομα ρ μ + επίρ |
| Sean jerked the paper out of the printer. |
| Ο Σον τράβηξε απότομα το χαρτί από τον εκτυπωτή. |
jerk⇒ vi | (move suddenly) | τινάζομαι, πετιέμαι ρ αμ |
| (μακριά) | τραβιέμαι απότομα ρ αμ + επίρ |
| The horse jerked out of the way as a snake crawled out of the bushes. |
| Το άλογο τραβήχτηκε απότομα στην άκρη όταν ένα φίδι βγήκε από τους θάμνους. |
jerk n | (tug, pulling) | απότομη κίνηση επίθ + ουσ θηλ |
| (τραβάω) | απότομο τράβηγμα επίθ + ουσ ουδ |
| Paul pulled the axe out of the log with a jerk and got to work. |
| Ο Πωλ έβγαλε το τσεκούρι από το κούτσουρο με ένα απότομο τράβηγμα και άρχισε να δουλεύει. |
jerk n | US, informal (rude person) (καθομ, προσβλητικό) | κόπανος, βλάκας ουσ αρσ |
| (καθομ, χυδαίο, υβριστικό) | μαλάκας ουσ αρσ |
| Dan decided not to be friends with Ben, because Ben was a jerk. |
| Ο Νταν αποφάσισε να μην είναι φίλος με τον Μπεν επειδή ο Μπεν ήταν βλάκας. |
the jerk n | (1960s dance) | τζερκ ουσ ουδ άκλ |
| | χορός τζερκ φρ ως ουσ αρσ |
| The jerk was a popular dance in the 1960s. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
jerk n | (jerky) | καπνιστό κρέας επίθ + ουσ ουδ |
| The backpackers brought some jerk to eat along the way. |
jerk n | (acceleration: rate of change) | ρυθμός μεταβολής της επιτάχυνσης φρ ως ουσ αρσ |
| In physics, the letter j represents jerk. |
jerk [sth]⇒ vtr | (make into jerky) | καπνίζω ρ μ |
| | κάνω κτ καπνιστό περίφρ |
| The hunter jerked some of the venison to preserve it. |
jerk [sth] out, jerk out [sth] vtr + adv | (say) | λέω ρ μ |
| (κάτι κακό) | ξεστομίζω ρ μ |
| Fred jerked out breathlessly that someone had just tried to rob him. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Phrasal verbs
|
jerk [sb] around vtr phrasal sep | slang (waste time of, deceive) | κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου περίφρ |
| | κοροϊδεύω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | δουλεύω ρ μ |
| | παίζω με κπ ρ μ + πρόθ |
| I hope Kieran doesn't jerk Fiona around like he did his last girlfriend. |
jerk off vi phrasal | vulgar, informal, US (boy, man: masturbate) (χυδαίο) | τραβάω μαλακία έκφρ |
| (αργκό) | τον παίζω, την παίζω έκφρ |
| Ο άντρας τραβούσε μαλακία βλέποντας μια πορνοταινία. |
jerk up vi phrasal | (rise abruptly) | σηκώνομαι απότομα ρ αμ + επίρ |
| (καθομιλουμέμη, μτφ) | πετιέμαι, πετάγομαι ρ αμ |
jerk [sth] up vtr phrasal sep | UK (raise abruptly) | σηκώνω απότομα ρ μ + επίρ |
jerk up vi phrasal | UK,figurative (masturbate to orgasm) | αυνανίζομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | τον παίζω έκφρ |
| (αργκό, χυδαίο) | τραβάω μαλακία ρφ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'jerk' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|