• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ischemic (US),
ischaemic (UK)
adj
(due to poor blood flow)ισχαιμικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ischemic heart disease (US),
ischaemic heart disease (UK)
n
(common form of cardiac illness) (ιατρική)ισχαιμική καρδιοπάθεια επίθ + ουσ θηλ
 Ischaemic heart disease can eventually lead to a heart attack if not treated.
ischemic stroke (US),
ischaemic stroke (UK)
n
(cerebrovascular accident)ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο φρ ως ουσ ουδ
  ισχαιμικό εγκεφαλικό επίθ + ουσ ουδ
transient ischemic attack n (pathology)παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ischemic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ischemic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!