Islamic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪzˈlæmɪk/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Islamic adj (relating to Islam) (σχετικός με το Ισλάμ)Ισλαμικός, Μουσουλμανικός, Μωαμεθανικός επίθ
 The town's new Islamic centre will open next month.
 Το νέο Ισλαμικό (or: Μουσουλμανικό) κέντρο θα ανοίξει τον επόμενο μήνα.
Islamic adj (following Islamic religion) (άτομο)Ισλαμιστής, Ισλαμίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  Μουσουλμάνος, Μουσουλμάνα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Islamic banking is a prosperous new sector.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Islamic judge n (judge who rules by Muslim law)ισλαμικός δικαστής ουσ αρσ
Islamic law n (Muslim code of conduct)ισλαμικός νόμος ουσ αρσ
 Islamic law prohibits the consumption of pork and all intoxicants, such as alcohol.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Islamic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Islamic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Islamic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!